ακατοχύρωτος

ακατοχύρωτος
-η, -ο (Α ἀκατοχύρωτος, -ον) [κατοχυρώνω]
1. αυτός που δεν είναι οχυρωμένος, εξασφαλισμένος με οχυρωματικά έργα
2. εκείνος που δεν είναι εξασφαλισμένος με τα κατάλληλα νομικά μέτρα
«ακατοχύρωτο πολίτευμα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατοχύρωτος — η, ο αυτός που δεν κατοχυρώθηκε, δεν εξασφαλίστηκε, απροστάτευτος: Το πολίτευμα της χώρας ήταν ακόμη ακατοχύρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”